- ἄργυφος
ἄργυφος (syncop. aus ἀργύφεος), silberglänzend, ἄργυφα μῆλα Od. 10, 85, ὄιν ἄργυφον Iliad. 24, 621.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄργυφος (syncop. aus ἀργύφεος), silberglänzend, ἄργυφα μῆλα Od. 10, 85, ὄιν ἄργυφον Iliad. 24, 621.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άργυφος — ἄργυφος, ον (Α) (επίθ. των προβάτων) αργύφεος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργυ (πρβλ. άργυρος) + φος, επίθημα που χρησιμοποιείται σε ονόματα χρωμάτων ή ζώων] … Dictionary of Greek
ἄργυφος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄργυφον — ἄργυφος masc/fem acc sg ἄργυφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄργυφα — ἄργυφος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
αλφός — ο (Α ἀλφός) (λέγεται για το χρώμα τού προσώπου τών λεπρών) λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. ετυμολογικά με την ΙΕ ρίζα *al «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu.… … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
αργύφεος — ἀργύφεος, έη, εον (Α) αυτός που λάμπει σαν άργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράλληλος τ. του άργυφος*, σχηματισμένος αναλογικά προς τα επίθετα σε εος. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει κυρίως ενδύματα] … Dictionary of Greek
bhā-1, bhō-, bhǝ- — bhā 1, bhō , bhǝ English meaning: to shine Deutsche Übersetzung: “glänzen, leuchten, scheinen” Material: O.Ind. bhü (in compound) “ shine, light, lustre “, bhü ti “ shines, (he) appears “, bhü ti ḥ “light”, bhü na m n. “ the… … Proto-Indo-European etymological dictionary