- ἄ-ρωστος
ἄ-ρωστος, p. = ἄῤῥωστος, Lucill. 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-ρωστος, p. = ἄῤῥωστος, Lucill. 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύρωστος — η, ο (ΑΜ εὔρωστος, ον) 1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος («εὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.) 2. αυτός που έχει ψυχικό σθένος («εὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.) νεοελλ. ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + ρωστος (< ρώννυμι… … Dictionary of Greek
ρωστικός — ή, ο / ῥωστικός, ή, όν, ΝΑ (για τροφές ή για φάρμακα) δυναμωτικός αρχ. ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω(σ) τού ρ. ῥώννυμι, πιθ. μέσω τού τ. *ρωστός] … Dictionary of Greek
ρωστώ — έω, Α υγιαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω(σ) τού ρ. ῥώννυμι, πιθ. μέσω τού τ. *ρωστός] … Dictionary of Greek