- ὄρφνιος
ὄρφνιος, = ὀρφνός, Plut. de S. N. V. 22 p. 270 vrbdt τὸ ὄρφνιον καὶ ῥυπαρὸν χρῶμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄρφνιος, = ὀρφνός, Plut. de S. N. V. 22 p. 270 vrbdt τὸ ὄρφνιον καὶ ῥυπαρὸν χρῶμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Όρφνιος — ὄρφνιος, ία, ον (Α) [όρφνη] ορφνός … Dictionary of Greek