ὄρυμβος od. ὄρυμος, erkl. Hesych. βωμός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρυμος — ὄρυμος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «βωμός, οἱ δὲ ὄρυμβος» … Dictionary of Greek