ὄρυγξ

ὄρυγξ

ὄρυγξ, υγγος, ὁ, = ὄρυξ, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όρυγξ — ὄρυγξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) βλ. ὄρυξ …   Dictionary of Greek

  • όρυξ — ο (Α ὄρυξ, υγος και κατά τον Ησύχ. ὄρυγξ, υγγος) αντιλόπη τών ερημικών περιοχών τής Αφρικής και τής Αραβίας, που ονομάστηκε έτσι από τα μακριά και αιχμηρά κέρατά της («μονόκερων δὲ καὶ δίχηλον ὄρυξ», Αριστοτ.) αρχ. 1. είδος αιχμηρού σιδερένιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”