- ὄρπαξ
ὄρπαξ, ᾱκος, ὁ, dor. = ὄρπηξ, Theocr. 7, 146. – Hesych. erkl. ὅρπαξ auch ϑρασὺς ἄνεμος (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄρπαξ, ᾱκος, ὁ, dor. = ὄρπηξ, Theocr. 7, 146. – Hesych. erkl. ὅρπαξ auch ϑρασὺς ἄνεμος (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρπαξ — (I) ὄρπαξ, ακος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (πιθ. αιολ. τ. τού ἅρπαξ) «θρασὺς ἄνεμος». (II) ὄρπαξ, ακος, ὁ (Α) (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. ὄρπηξ … Dictionary of Greek
ὄρπαξ — ὄρπᾱξ , ὄρπηξ sapling masc nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρπηξ — ὄρπηξ, ηκος, ὁ (ΑΜ, Α αττ. τ. ὅρπηξ, αιολ. και δωρ. τ. ὄρπαξ) 1. νεαρός βλαστός, κλωνάρι ή μικρό δένδρο 2. μτφ. απόγονος αρχ. 1. οτιδήποτε κατασκευάζεται από νεαρούς βλαστούς ή από μικρά δέντρα, όπως λ.χ. είναι η βουκέντρα 2. λόγχη, δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek