- περι-αναγκάζω
περι-αναγκάζω, herumzwängen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-αναγκάζω, herumzwängen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
παραβιάζω — ΝΑ κάνω κάτι χρησιμοποιώντας βία, εισχωρώ κάπου με την βία ή ανοίγω κάτι χρησιμοποιώντας βίαια μέσα νεοελλ. 1. παραβαίνω νόμο, αθετώ συμφωνία 2. αναγκάζω κάποιον να βιαστεί πολύ, να ενεργήσει γρήγορα, να επισπεύσει κάτι 3. κάνω κάτι εσπευσμένως 4 … Dictionary of Greek
περισπέρχω — Α 1. βιάζω κάποιον από παντού, καταδιώκω, αναγκάζω, συνταράζω 2. παθ. περισπέρχομαι συνταράζομαι, εξοργίζομαι 3. (για τρικυμισμένη θάλασσα) βρίσκομαι σε μεγάλη κίνηση και αναταραχή, αναταράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπέρχω «θέτω σε ταχεία… … Dictionary of Greek
προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… … Dictionary of Greek