περι-δεής

περι-δεής

περι-δεής, ές, sehr furchtsam; Her. 5, 44. 7, 15; mit folgendem μή, Thuc. 3, 80; Andoc. 4, 40; περιδεεῖς ψυχαί, Isocr. 4, 151, vgl. 2, 23; und adv., περιδεῶς ὑποπτεύειν, Thuc. 9, 83; Plat. Ep. VII, 348 b u. Folgde, wie Pol. 4, 78, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… …   Dictionary of Greek

  • υποδεής — (I) ες, ΜΑ 1. ελλιπής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποδεές·η υποταγή μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑποδεής υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεής (< δέομαι), πρβλ. ἐν δεής]. (II) ες, Α λίγο φοβισμένος, κάπως φοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεής (<… …   Dictionary of Greek

  • νηδεής — νηδεής, ές (Α) πιθ. αυτός που δεν αισθάνεται δέος, άφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. κατα δεής, περι δεής] …   Dictionary of Greek

  • περιδεής — ές, ΝΑ αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, περίτρομος αρχ. αυτός που προξενεί μεγάλο φόβο, φοβερός, τρομερός. επίρρ... περιδεώς / περιδεῶς, ΝΑ με μεγάλο φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. εν δεής] …   Dictionary of Greek

  • υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… …   Dictionary of Greek

  • περιρρηδής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι 2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο 3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του 4. ύπτιος, υπτιασμένος 5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”