καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… … Dictionary of Greek
υποδεής — (I) ες, ΜΑ 1. ελλιπής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποδεές·η υποταγή μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑποδεής υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεής (< δέομαι), πρβλ. ἐν δεής]. (II) ες, Α λίγο φοβισμένος, κάπως φοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεής (<… … Dictionary of Greek
νηδεής — νηδεής, ές (Α) πιθ. αυτός που δεν αισθάνεται δέος, άφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. κατα δεής, περι δεής] … Dictionary of Greek
περιδεής — ές, ΝΑ αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, περίτρομος αρχ. αυτός που προξενεί μεγάλο φόβο, φοβερός, τρομερός. επίρρ... περιδεώς / περιδεῶς, ΝΑ με μεγάλο φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. εν δεής] … Dictionary of Greek
υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… … Dictionary of Greek
περιρρηδής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι 2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο 3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του 4. ύπτιος, υπτιασμένος 5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)… … Dictionary of Greek