- ἄπ-αργμα
ἄπ-αργμα, τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄπ-αργμα, τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άργμα — ἄργμα ( ατος), το (Α) (μόνο στον πληθ.) (για θυσία) άργματα* απαρχές … Dictionary of Greek
ἄργμα — firstlings neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄργματα — ἄργμα firstlings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)