- προς-πιπίσκω
προς-πιπίσκω (s. πιπίσκω), noch dazu tränken, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-πιπίσκω (s. πιπίσκω), noch dazu tränken, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek