ὁμῶς

ὁμῶς

ὁμῶς, adv. zu ὁμός, gleicherweise, eben so, gleich; ἄμφω ὁμῶς φιλέουσα, Il. 1, 196, vgl. 9, 605 Od. 11, 565 u. öfter; zu gleichen Theilen, Hes. Th. 74. Häufig wird es zu zweien schon durch καί verbundenen Substantiven gesetzt, um die gleichmäßige Beziehung derselben auf das Verbum genauer anzudeuten, ὁμῶς αὐτοί τε πολεῖς καὶ μώνυχες ἵπποι, Il. 11, 708; πλῆϑεν ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν, 8, 214. 17, 644; ἐννῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ, Od. 10, 28, wir fuhren eben so bei Tage wie bei Nacht; Aesch. τό, τ' ἦμαρ καὶ κατ' εὐφρόνην ὁμῶς, Eum. 662; τἀκεῖ κἀνϑάδ' ἂν ὁμῶς ἔχϑιστος ἔσται, Soph. Ai. 1351; καὶ ἔν τε ϑεοῖς τοῦτο κἀνϑρώποις ὁμῶς αἰδέονται, Pind. P. 9, 40, öfter; πάντες ὁμῶς alle gleichmäßig, alle zusammt; Od. 4, 775. 8, 542 Il. 17, 422; πάντη ὁμῶς, Hes. Th. 366; ἐς τὰ πάνϑ' ὁμῶς βίαιος, Aesch. Prom. 738. – C. dat., gleichwie Einer, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδεν, so mild wie du, Od. 13, 405, ἐχϑρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν Il. 9, 312 Odyss. 14, 156, verhaßt wie die Pforten des Hades, wie der Tod, gleich dem Tode, vgl. Il. 5, 535. 14, 72; auch = zugleich mit, Theogn. 246.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομώς — ὁμῶς (Α) επίρρ. βλ. ομός …   Dictionary of Greek

  • ὅμως — all the same indeclform (conj) ὁμόω unite imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμως — (ΑΜ ὅμως) (εναντ. σύνδ.) αλλά, παρ όλα αυτά, εν τούτοις, ωστόσο (α. «είχε πει ότι θα έλθει, όμως έχει αργήσει πολύ» β. «κατὰ ἄνθρωπον λέγω ὅμως ἀνθρώπου κεκυρωμένην διαθήκην οὐδεὶς ἀθετεῑ», ΚΔ) αρχ. 1. συχνά ενισχύεται με άλλα μόρια: άλλ ὅμως,… …   Dictionary of Greek

  • όμως — σύνδ. εναντιωματ., αλλά, ωστόσο, μα, μολονότι: Το ποτάμι δεν κυλά, έχει ξεχάσει τη θάλασσα κι όμως υπάρχει θάλασσα (Γ. Σεφέρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμῶς — ὁμόω unite pres ind act 2nd sg (doric) ὁμῶς equally indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμώς — ὁμός one and the same masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. — χρόνια μὲν ἦλθες, ἀλλ’ ὅμως αἰνῶ τάδε. См. Лучше поздно, чем никогда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀνιαρὸν ὃν τὸ κτῆμ’, ἀναγκαῖον δ’ὅμως. — См. Необходимое зло …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”