ὁμ-ῆλιξ

ὁμ-ῆλιξ

ὁμ-ῆλιξ, ικος, gleichaltrig, bes. von gleicher Jugend, Od. 15, 197. 16, 419 u. öfter; Hes. O. 446. 449; τῆςδε γῆς μοι ὁμήλικες, Eur. Hipp. 1098; Alc. 956 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie Luc. pro imag. 13, auch übh. von gleicher Größe.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • ἧλιξ — of the same age masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκεσσι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκων — ἧλιξ of the same age masc/fem gen pl ἡλίκος as big as fem gen pl ἡλίκος as big as masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικες — ἧλιξ of the same age masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικος — ἧλιξ of the same age masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλιξι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλιξιν — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσήλικος — η, ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος νεοελλ. μσν. αυτός που έχει μέτριο… …   Dictionary of Greek

  • νεοήλιξ — νεοῆλιξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που είναι μικρός στην ηλικία, ο νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισ ήλιξ, ομ ήλιξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”