- ὁμ-ήγυρις
ὁμ-ήγυρις, ιος, ἡ (ἄγυρις), Versammlung; ϑεῶν, Il. 20, 142; γυναικῶν, Aesch. Ch. 10; ἄστρων νυκτέρων, Ag. 4; φύλων ἡλίκων, Eur. Hipp. 1180; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμ-ήγυρις, ιος, ἡ (ἄγυρις), Versammlung; ϑεῶν, Il. 20, 142; γυναικῶν, Aesch. Ch. 10; ἄστρων νυκτέρων, Ag. 4; φύλων ἡλίκων, Eur. Hipp. 1180; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομήγυρη — και ομήγυρις, η (ΑΜ ὁμήγυρις, εως, Α και ιων. τ. γεν. ιος και δωρ. τ. ὁμάγυρις) συγκέντρωση ατόμων, συνάθροιση νεοελλ. σύνολο ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί για να ακούσουν μια ομιλία ή για να συζητήσουν («αγαπητή ομήγυρις») αρχ. 1. σύναξη θεών… … Dictionary of Greek
πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… … Dictionary of Greek