- ὁμήρευμα
ὁμήρευμα, τό, Geißel, Unterpfand, μεγάλοις ὁμηρεύμασιν ἐνδεδεμένους, Plut. Rom. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμήρευμα, τό, Geißel, Unterpfand, μεγάλοις ὁμηρεύμασιν ἐνδεδεμένους, Plut. Rom. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομήρευμα — ὁμήρευμα, τὸ (Α) [ομηρεύω (Ι)] ενέχυρο, εγγύηση … Dictionary of Greek
ὁμήρευμα — hostage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρεύμασι — ὁμήρευμα hostage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρεύματα — ὁμήρευμα hostage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)