- ἁλώϊα
ἁλώϊα, ἔργα, Feld- od. Drescharbeit, Nic. Th. 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλώϊα, ἔργα, Feld- od. Drescharbeit, Nic. Th. 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλώια — ἁλώιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωιάς — ἀλωιά̱ς , ἀλωή threshing floor fem acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώιος — ἁλώιος, α, ον (Α) [ἅλως] αλωνιστικός ἁλώια ἔργα, εργασίες που σχετίζονται με το αλώνισμα … Dictionary of Greek