ἁλμήεις

ἁλμήεις

ἁλμήεις, πόρος, der salzige Meerpfad, Aesch. Suppl. 824.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλμήεις — ἁλμήεις, εσσα, εν (Α) [ἅλμη] 1. αλμυρός, τής θάλασσας 2. φρ. «πόρος ἁλμήεις», η θάλασσα …   Dictionary of Greek

  • ἁλμήεντα — ἁλμήεις salt neut nom/voc/acc pl ἁλμήεις salt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”