- ἁλί-μικτος
ἁλί-μικτος, mit Salz gemischt, gesalzen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-μικτος, mit Salz gemischt, gesalzen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινόμικτος — κοινόμικτος, ον (Μ) αναμεμιγμένος με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + μικτος (< μικτός < μείγνυμι), πρβλ. αλί μικτος, θηρό μικτος] … Dictionary of Greek
ηερόμικτος — ἠερόμικτος, ον (Α) αναμεμιγμένος με τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, προβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μικτός (< θ. μιγ . τού μίγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μίγ ην), πρβλ. αλί μικτος α πρόσ μι κτος] … Dictionary of Greek