- ἁλί-βαπτος
ἁλί-βαπτος, ins Meer getaucht, Nic. Al. 618, der ι lang braucht. Nach VLL. auch purpurn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-βαπτος, ins Meer getaucht, Nic. Al. 618, der ι lang braucht. Nach VLL. auch purpurn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίβαπτος — ἁλίβαπτος, ον (Α) 1. αυτός που βυθίστηκε ή πνίγηκε στη θάλασσα 2. που έχει το χρώμα τής θαλασσινής πορφύρας, πορφυρός, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + βαπτὸς < βάπτω «βυθίζω, βουτώ»] … Dictionary of Greek