- ἁλί-κμητος
ἁλί-κμητος, μέριμνα Paul. Sil., Sorgen ums Meer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-κμητος, μέριμνα Paul. Sil., Sorgen ums Meer.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίκμητος — (I) η, ο (Α ἀλίκμητος, ον) αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λικμῶ) ( άω) «λιχνίζω»]. (II) ἁλίκμητος, ον (Α) ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κμητὸς < κάμνω… … Dictionary of Greek