- ἁλί-χλαινος
ἁλί-χλαινος, mit Meerpurpur bekleidet, ἄνακτες Nonn. D. 20, 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-χλαινος, mit Meerpurpur bekleidet, ἄνακτες Nonn. D. 20, 105.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίχλαινος — ἁλίχλαινος, ον (Α) ντυμένος με πορφύρα, με πορφυρή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + χλαινος < χλαῖνα] … Dictionary of Greek