- ἁλί-τρῡτος
ἁλί-τρῡτος, vom Meere erundet, der sich am Meere abgearbeitet hat, γέρων, alter Fischer, Theocr. 1, 45; κύμβη Tull. Laur. 2 (VII, 294); Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-τρῡτος, vom Meere erundet, der sich am Meere abgearbeitet hat, γέρων, alter Fischer, Theocr. 1, 45; κύμβη Tull. Laur. 2 (VII, 294); Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίτρυτος — ἁλίτρυτος, ον (Α) ο κατατρυχόμενος από τη θάλασσα, ταλαιπωρημένος ή χτυπημένος από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τρυτος < τρύω «κατατρίβω, φθείρω καταστρέφω»] … Dictionary of Greek