- ἁλί-σμηκτος
ἁλί-σμηκτος, meerbespült, Lycophr. 994.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-σμηκτος, meerbespült, Lycophr. 994.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεόσμηκτος — νεόσμηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που καθαρίστηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος, φρεσκογυαλισμένος («θωρήκων τε νεοσμήκτων, σακέων τε φαεινῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σμηκτος (< σμήχω «καθαρίζω»), πρβλ. αλί σμηκτος] … Dictionary of Greek