- ἁλί-στονος
ἁλί-στονος, 1) meerrauschend, ῥαχίαι Aesch. Pr. 714. – 2) im Meere sich abmühend, ἀγρευτῆρες Opp. H. 4, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-στονος, 1) meerrauschend, ῥαχίαι Aesch. Pr. 714. – 2) im Meere sich abmühend, ἀγρευτῆρες Opp. H. 4, 149.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλόστονος — μεγαλόστονος, ον (Α) αυτός που προξενεί πολλούς στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόνος (< στένω «στενάζω, κλαίω»), πρβλ. αλί στονος, βαρύ στονος] … Dictionary of Greek
ναυσίστονος — ναυσίστονος, ον (Α) φρ. «ναυσίστονος ὕβρις» αξιοθρήνητη απώλεια πλοίων, στεναγμοί και γόοι που ακούγονται από πλοία εξαιτίας ήττας σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + στόνος (< στένω «στενάζω»), πρβλ. αλί στονος βαρύ … Dictionary of Greek
αλίστονος — ἁλίστονος, ον (Α) 1. αυτός που ηχεί όπως η θάλασσα ή αντηχεί από την πρόσκρουση τής θάλασσας 2. (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στόνος «στεναγμός» < στένω «στενάζω»] … Dictionary of Greek