- ἁλί-σπαρτος
ἁλί-σπαρτος, mit Salz bestreut, Sp.; vom Fleisch, nach E. G. ἁλίσπαστον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-σπαρτος, mit Salz bestreut, Sp.; vom Fleisch, nach E. G. ἁλίσπαστον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίσπαρτος — ον, Α αυτός που σπέρνει φωτιά, που εκπέμπει φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. αλί σπαρτος, σιδηρό σπαρτος] … Dictionary of Greek
αλίσπαρτος — ἁλίσπαρτος, ον (AM) αυτός που είναι σπαρμένος, πασπαλισμένος με αλάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + σπαρτός < σπείρω] … Dictionary of Greek