- ἁλί-πλανος
ἁλί-πλανος, meerdurchirrend, Opp. C. 4, 258.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-πλανος, meerdurchirrend, Opp. C. 4, 258.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηλέπλανος — ον, Α αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. ἀλί πλανος, πολύ πλανος] … Dictionary of Greek
αερόπλανος — ἀερόπλανος ον (Α) εκείνος που πλανιέται, πετάει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ, ἀέρος + πλάνος < πλανῶμαι, πρβλ. και αρχ. ἁλί πλανος (και ἁλιπλανής) «αυτός που πλανιέται στη θάλασσα» (για πλοία)] … Dictionary of Greek
αλιπλανής — ἁλιπλανής, ὲς και ἁλίπλανος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στις θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + πλανής, πλανος < πλανῶμαι «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»] … Dictionary of Greek
αλιπλανία — ἁλιπλανία, η (Α) περιπλάνηση στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * + πλανία < πλάνος «πλάνη»] … Dictionary of Greek