- ἁλί-πνοος
ἁλί-πνοος, ὀδμή, meerduftend, Mus. 265.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-πνοος, ὀδμή, meerduftend, Mus. 265.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίπνοος — ἁλίπνοος, ον (Α) αυτός που αποπνέει, που μυρίζει θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πνοος < πνοή) … Dictionary of Greek