- ἁλί-παστος
ἁλί-παστος, eingesalzen, Olive, Long. 1 (VI, 191); κρέα Ath. XIV, 658 a u. öfter; nach B. A. 383 vom Braten, der mit Salz bestreut ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλί-παστος, eingesalzen, Olive, Long. 1 (VI, 191); κρέα Ath. XIV, 658 a u. öfter; nach B. A. 383 vom Braten, der mit Salz bestreut ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεαρόπαστος — νεαρόπαστος, ον (Α) αυτός που έχει παστωθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + παστός (< πάσσω «αλατίζω») πρβλ. αλί παστος, χρυσό παστος] … Dictionary of Greek
πεπερόπαστος — ον, Α ο παρασκευασμένος με πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπερι + παστός (< πάσσω), πρβλ. αλί παστος] … Dictionary of Greek
αλίπαστος — (I) η, ο [λιπάζω] αυτός που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα, ο αλίπαντος*. (II) η, ο (Α ἁλίπαστος, ον) παστός, αλατισμένος, διατηρημένος σε άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ρηματ. επίθ. παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek