- ὁλο-ήμερος
ὁλο-ήμερος, den ganzen Tag dauernd, s. Lob. Phryn. 676.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁλο-ήμερος, den ganzen Tag dauernd, s. Lob. Phryn. 676.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλήμερος — καλήμερος, ον (Α) αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολο ήμερος] … Dictionary of Greek
πανήμερος — (I) και δωρ. τ. πανάμερος, ον, ουδ. και όν, Α 1. (για τον γύπα τού Προμηθέως) αυτός που κάνει κάτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης τής ημέρας («ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος», Αισχύλ.) 2. (ιδίως το αρσ. στον δωρ. τ.) πανάμερος επίθετο τού Διός 3.… … Dictionary of Greek
κανναβούρι — το κανναβόσπορος, σπόρος του φυτού «κάνναβις η ήμερος»: Κανναβούρι τρως κάθε πρωί και όλο μιλάς; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)