ἁλο-θήκη, ἡ, Salzfaß, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλοθήκη — ἁλοθήκη, η (AM) αλατοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο * + θήκη] … Dictionary of Greek