- ὁλο-λαμπής
ὁλο-λαμπής, ές, ganz leuchtend; Arist. mund. 6, 30; Schol. Il. 1, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁλο-λαμπής, ές, ganz leuchtend; Arist. mund. 6, 30; Schol. Il. 1, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισολαμπής — ἰσολαμπής, ές (Α) ίσος κατά τη λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νεο λαμπής, ολο λαμπής] … Dictionary of Greek
νεολαμπής — ές (Α νεολαμπής, ές) (συν. για αστέρα) αυτός που λάμπει με καινούργια, δυνατή λάμψη («νεολαμπέα μήνην», Μαν.) νεοελλ. αστρον. συν. στον πληθ. νεολαμπείς παλαιός όρος για τους καινοφανείς αστέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ … Dictionary of Greek