- ὁλο-μέρεια
ὁλο-μέρεια, ἡ, das aus ganzen, großen Stücken Bestehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁλο-μέρεια, ἡ, das aus ganzen, großen Stücken Bestehen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek