- ὁλο-χρόνιος
ὁλο-χρόνιος, die ganze Zeit hindurch, Hdn. Epimer. 186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁλο-χρόνιος, die ganze Zeit hindurch, Hdn. Epimer. 186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολοχρόνιος — α, ο (Α ὁλοχρόνιος, ία, ον) αυτός που διαρκεί όλο τον χρόνο, διαρκής, συνεχής. επίρρ... ὁλοχρονίως (Μ) διαρκώς, συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. μακρο χρόνιος] … Dictionary of Greek
παγχρόνιος — παγχρόνιος, ον (Α) αυτός που διαρκεί καθ όλο το χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χρόνιος (< χρόνος)] … Dictionary of Greek