- ὁλμίσκος
ὁλμίσκος, ὁ, dim. von ὅλμος, kleiner Mörser; bei Sext. Emp. adv. phys. 2, 54 der Angelhaken an der Thür; Poll. 2, 93 erkl. αἱ τῶν μύλων κοιλότητες, s. ὅλμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁλμίσκος, ὁ, dim. von ὅλμος, kleiner Mörser; bei Sext. Emp. adv. phys. 2, 54 der Angelhaken an der Thür; Poll. 2, 93 erkl. αἱ τῶν μύλων κοιλότητες, s. ὅλμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολμίσκος — ο (Α ὁλμίσκος) [όλμος] νεοελλ. μικρός όλμος αρχ. 1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα τής θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ… … Dictionary of Greek
ὁλμίσκοι — ὁλμίσκος socket of the hinge of a door masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλμίσκοις — ὁλμίσκος socket of the hinge of a door masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλμίσκου — ὁλμίσκος socket of the hinge of a door masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλμίσκους — ὁλμίσκος socket of the hinge of a door masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek