ὁλμειός

ὁλμειός

ὁλμειός, ὁ, = ὅλμος, nach Schol. Ar. Vesp. 238 στρογγύλος λίϑος, εἰς ὃν κόπτουσιν ὄσπρια, u. so Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁλμειός — mortar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολμειός — ο (Α ὁλμειός) νεοελλ. πλάκα μέσα στην οποία εισέρχεται και στερεώνεται το κάτω άκρο τής ατράκτου βαρούλκου πλοίου αρχ. στρογγυλός λίθος με τον οποίο έκοβαν τα όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + επίθημα ειός (πρβλ. αμν ειός, στελ ειός)] …   Dictionary of Greek

  • OLMEJUS — inter fluvios Musis dicatos, memoratur Statio Theb. l. 7. v. 284. tuque ô Permesse canoris, Et, felix Olmie, vadis Uti vugo habetur, sed Olmeie, legi vult Barthius, ex Strabone l. 9. Καὶ ὁ Περμηςςός τε καὶ ὁ Ὀλμειὸς ἐκ τοῦ Ἑλικῶνος συμβάλλοντες… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”