ἁλματίας

ἁλματίας

ἁλματίας, , an Zuckungen leidend, Adam. 2, 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλματίας — ἁλματίας, ο (Α) [ἅλμα] αυτός που βαδίζει πηδηχτά, ελαφρά, που έχει σπασμωδικές κινήσεις …   Dictionary of Greek

  • ἁλματίας — ἁλματίᾱς , ἁλματίας person of tripping gait masc acc pl ἁλματίᾱς , ἁλματίας person of tripping gait masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”