- ἁλι-ήρης
ἁλι-ήρης, ες, meerdurchrudernd. κώπη Eur. Hec. 451.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-ήρης, ες, meerdurchrudernd. κώπη Eur. Hec. 451.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… … Dictionary of Greek
erǝ-1, rē-, er(e)- — erǝ 1, rē , er(e) English meaning: to row Deutsche Übersetzung: “rudern; Ruder” Material: O.Ind. arí tra m. “ driving; rudder “, n. (also áritra ) “ rudder, helm “, aritár “oarsman”; Gk. ἐρέ της “oarsman”, replacement for *ἐρετήρ… … Proto-Indo-European etymological dictionary
αλιήρης — ἁλιήρης, ες (Α) ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλί * (< ἅλς) + ήρης (το τέρμα συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα που απαντά και στο ουσ. ἐρέτης*)] … Dictionary of Greek