- ἁλι-νήκτειρα
ἁλι-νήκτειρα, ἐλαία, im Salzwasser schwimmend, Gaet. 3 (VI, 190), = ἁλίπαστος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-νήκτειρα, ἐλαία, im Salzwasser schwimmend, Gaet. 3 (VI, 190), = ἁλίπαστος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλινήκτειρα — ἁλινήκτειρα, η (Α) αυτή που κολυμπάει μέσα σε αλατισμένο νερό (για ελιά μέσα στην άρμη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι* + νήκτειρα < νήχω «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek