- ἁλι-άετος
ἁλι-άετος, ὁ, Meeradler, H. A. 9, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-άετος, ὁ, Meeradler, H. A. 9, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιάετος — ο και αλιαίετος (Α ἁλιάετος και ἁλιαίετος) πουλί τών ακτών και τών ποταμών, θαλασσαετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ἀετός, αἰετός η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. haliaetus] … Dictionary of Greek