- ἁλι-ηχής
ἁλι-ηχής, meertosend, πορϑμός Musaeus 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-ηχής, meertosend, πορϑμός Musaeus 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιηχής — ἁλιηχής, ὲς (Α) αυτός που ηχεί, βουΐζει όπως η θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (ἅλς) + ηχὴς < ἠχὴ «ήχος, θόρυβος»] … Dictionary of Greek