- ἁλι-μέδων
ἁλι-μέδων, Ποσειδῶν, Meerbeherrscher, Ar. Th. 323.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-μέδων, Ποσειδῶν, Meerbeherrscher, Ar. Th. 323.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιμέδων — ἁλιμέδων ( οντος), ο (Α) (για τον Ποσειδώνα) ο άρχοντας, ο κύριος τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (<ἃλς) + μέδων «κύριος, άρχοντας»] … Dictionary of Greek