- ἁλι-ανθής
ἁλι-ανθής, ές, meerblühend, purpurfarbig, τρῦχος Ant. Th. 34 (VII, 705); κόχλος Paul. Sil. (V, 228).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-ανθής, ές, meerblühend, purpurfarbig, τρῦχος Ant. Th. 34 (VII, 705); κόχλος Paul. Sil. (V, 228).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιανθής — ἁλιανθής, ὲς (Α) αυτός που βλαστάνει στη θάλασσα, που έχει το λαμπρό χρώμα τής πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι (< ἅλς) + ανθὴς < ἄνθος] … Dictionary of Greek