ολκαδικός — ὁλκαδικός, ή, όν (Α) [ολκάς] 1. αυτός που μοιάζει με ολκάδα 2. φρ. «πλοῑον ὁλκαδικόν» η ολκάς* … Dictionary of Greek
ὁλκαδικόν — ὁλκαδικός like a ship of burden masc acc sg ὁλκαδικός like a ship of burden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)