ὁλκεῖον

ὁλκεῖον

ὁλκεῖον, τό, ein Holz unten am Schiffe, an welchem dieses gezogen wurde (vgl. ὁλκήϊον). Auch, wie ὁλκαῖον, ein Gefäß, nach Poll. 10, 176 ἀγγεῖον ὑγρῶν τε καὶ ξηρῶν, ὡς ἐπιτοπολὺ χαλκοῦν, mit Beispielen aus Men. u. Philem. belegt; vgl. Epigen. Ath. IX, 472 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολκείον — ὁλκεῑον, δ. γρφ. ὁλκίον, επικ. τ. ὁλκήϊον, τὸ (Α) [ολκή] 1. το οπίσθιο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου 2. μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια …   Dictionary of Greek

  • ὁλκεῖον — large bowl neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκεῖα — ὁλκεῖον large bowl neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκείων — ὁλκεῖον large bowl neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολκήϊον — ὁλκήϊον, τὸ (Α) (επικ. τ.) βλ. ολκείον …   Dictionary of Greek

  • ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… …   Dictionary of Greek

  • όλκιον — ὅλκιον, τὸ (Α) βλ. ολκείον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”