ἁλικός

ἁλικός

ἁλικός u. ἁλικότης, nach Möris gem. Formen für ἁλυκός, -ότης, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἅλικος — ἁλίκος sea borne masc nom sg ἅ̱λικος , ἧλιξ of the same age masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλικός — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * ἁλικός, ή, ὸν (Α) βλ. αλυκός* το θηλ. ἁλική, ή και το ουδ. πληθ. ἁλικά, τα (ως ουσιαστ.) φόροι… …   Dictionary of Greek

  • άλικος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * η, ο 1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος 2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο… …   Dictionary of Greek

  • άλικος — η, ο (λ. τουρκ.), κατακόκκινος: Ήταν ένα ευωδιαστό άλικο τριαντάφυλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁλικός — ἁ̱λικός , ἁλίζω 1 gather together perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἁ̱λικός , ἁλίζω 2 salt perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιλ(λ)αλικός — ή, ό [παλιλ(λ)αλία] αυτός που πάσχει από παλιλλαλία …   Dictionary of Greek

  • ἁλίκων — ἁλίκος sea borne fem gen pl ἁλίκος sea borne masc/neut gen pl ἁλικά sea borne neut gen pl ἁ̱λίκων , ἧλιξ of the same age masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομάλιξ — άλικος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. συνομῆλιξ …   Dictionary of Greek

  • ἁλίκη — ἁλίκος sea borne fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἁ̱λίκη , ἁλίζω 1 gather together plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁ̱λίκη , ἁλίζω 1 gather together plup ind act 1st sg (doric aeolic) ἁ̱λίκη , ἁλίζω 2 salt plup ind act 3rd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίκην — ἁλίκος sea borne fem acc sg (attic epic ionic) ἁ̱λίκην , ἁλίζω 1 gather together plup ind act 1st sg (doric aeolic) ἁ̱λίκην , ἁλίζω 2 salt plup ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίκης — ἁλίκος sea borne fem gen sg (attic epic ionic) ἁ̱λίκης , ἁλίζω 1 gather together plup ind act 2nd sg (doric aeolic) ἁ̱λίκης , ἁλίζω 2 salt plup ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”