- ἁλι-βρώς
ἁλι-βρώς, ὄχμος, vom Meere angefressen, Lyc. 443.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-βρώς, ὄχμος, vom Meere angefressen, Lyc. 443.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρατοβρώς — κρατοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κατατρώγει την κεφαλή ή τον εγκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ) «κεφάλι» + βρως (< βιβρώσκω, «τρώγω»), πρβλ. αλι βρώς, σαρκο βρώς] … Dictionary of Greek