- ἁλεότης
ἁλεότης, ητος, ἡ (ἁλής), = ἄϑροισις, Gal. lex. Hipp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλεότης, ητος, ἡ (ἁλής), = ἄϑροισις, Gal. lex. Hipp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλεότης — ἁλεότης ητος, η (Α) [ἁλής] άθροιση, συσσώρευση … Dictionary of Greek