- ἁλι-τέρμων
ἁλι-τέρμων, meerbegränzt, Ep. ad. 369 (IX, 672).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-τέρμων, meerbegränzt, Ep. ad. 369 (IX, 672).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυκλοτέρμων — κυκλοτέρμων, ον (Α) αυτός που κινείται κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + τέρμων «τέρμα» (πρβλ. αλι τέρμων, βιο τέρμων)] … Dictionary of Greek
αλιτέρμων — ἁλιτέρμων ( ονος), ον (Μ) αυτός που συνορεύει με τη θάλασσα, που τελειώνει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τέρμων < τέρμα ή τέρμων «τέλος, όριο»] … Dictionary of Greek