- ἁλι-τρεφής
ἁλι-τρεφής, ές, meerernährt, im Meere lebend, δελφίς Qu. Sm. 3, 272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-τρεφής, ές, meerernährt, im Meere lebend, δελφίς Qu. Sm. 3, 272.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοτρεφής — θεοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφει τους θεούς («θεοτρεφὴς ἀμβροσίη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλι τρεφής, χθονο τρεφής] … Dictionary of Greek
ορειτρεφής — ὀρειτρεφής, ές (Α) αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος ποταμοῑο», Τρυφιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλι τρεφής] … Dictionary of Greek
αλιοτρεφής — ἁλιοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφεται, που ζει στη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι * (< ἃλς) + τρεφής < τρέφω (πρβλ. και ἁλιτραφής) το ο κατ’ αναλογική επίδραση είτε τού επιθ. ἅλιος (Ι) είτε τού συνήθους συνδετ. φωνήεντος ο τών… … Dictionary of Greek
αλιτρεφής — ἁλιτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τρεφής < ρ. τρέφω ή ουσ. τρέφος] … Dictionary of Greek