- ἁλι-σμάραγος
ἁλι-σμάραγος, κυδοιμός, wie das Meer rauschend, Nonn. D. 39, 362.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-σμάραγος, κυδοιμός, wie das Meer rauschend, Nonn. D. 39, 362.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρισμάραγος — ον, Α αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι σμάραγος, μεγαλο σμάραγος) … Dictionary of Greek
αλισμάραγος — ἁλισμάραγος, ον (Α) βροντερός σαν θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι (< ἅλς) + σμάραγος < σμαραγῶ ( έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»] … Dictionary of Greek