- ἁλι-στέφανος
ἁλι-στέφανος, meerumkränzt, H. h. 1. 410 πτολίεϑρον; Nonn. νῆσος 40, 521.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁλι-στέφανος, meerumkränzt, H. h. 1. 410 πτολίεϑρον; Nonn. νῆσος 40, 521.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιοστέφανος — η, ο (Α ἰοστέφανος, ον) τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά τής Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ. γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.) αρχ. (ποιητ. κοσμητ. επίθ. τής Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος… … Dictionary of Greek
αλιστέφανος — ἁλιστέφανος, ον και ἀλιστεφής, ές (AM) αυτός που περιστέφεται, που περιβάλλεται από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στέφανος < στέφω] … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek